- πυρηνίδιο
- το / πυρηνίδιον, ΝΑ(με υποκορ. σημ.)1. οίδημα, πρήξιμο2. μικρός στρογγυλός όγκος, χάντρανεοελλ.βιολ. έγκλειστο το οποίο περιέχεται σε πυρηνίσκο τού κυτταρικού πυρήνααρχ.σφαιρίδιο κατάλληλο για τη διακόσμηση αγγείων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήν, -ῆνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.